μαντατεύω

μαντατεύω
μαντάτεψα, καταγγέλνω, προδίνω: Τον μαντάτεψαν οι ίδιοι οι σύντροφοί του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαντατεύω — και μαντατεύγω (Μ μαντατεύ[γ]ω) [μαντάτο] 1. καταγγέλλω, προδίδω, μαρτυρώ 2. γνωστοποιώ, αποκαλύπτω, φανερώνω 3. μεταφέρω μήνυμα, ανακοινώνω …   Dictionary of Greek

  • μαντάτευμα — και μαντάτεμα, το [μαντατεύω] 1. ανακοίνωση, γνωστοποίηση, ειδοποίηση 2. καταγγελία, κατηγορία, κατάδοση …   Dictionary of Greek

  • μαντατευτής — ο, θηλ. μαντατεύτρια (Μ μαντατευτής) [μαντατεύω] νεοελλ. αυτός που καταγγέλλει κάποιον σε προϊστάμενο του, καταδότης, μαρτυριάρης μσν. αυτός που μεταφέρει μήνυμα, αγγελιαφόρος …   Dictionary of Greek

  • μαντατουρεύω — [μαντατούρης] έχω το ελάττωμα να μαντατεύω, να κατηγορώ, να συκοφαντώ, να καταδίδω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”